-
1 ἀ-πρό-βουλος
ἀ-πρό-βουλος, = ἀπροβούλευτος. – Adv., Aesch. Ch. 611 u. Sp., wie Dio Chrys. II, 293 ἀπροβούλως εἰςέφερον τὰ ψηφίσματα, wo Vales. ἀπροβούλευτα emendirt.
1 ἀ-πρό-βουλος
ἀ-πρό-βουλος, = ἀπροβούλευτος. – Adv., Aesch. Ch. 611 u. Sp., wie Dio Chrys. II, 293 ἀπροβούλως εἰςέφερον τὰ ψηφίσματα, wo Vales. ἀπροβούλευτα emendirt.